Συζήτηση μεταξύ παππού και εγγονού.
«Πως πήγε σήμερα το σχολείο;» τον ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον, αλλά ο μικρός ξανακατσούφιασε γιατί θυμήθηκε τον κακό συμμαθητή του.
«Όχι και τόσο καλά», είπε θυμωμένα.
«Γιατί μου θύμωσες;» τον ρώτησε, σαν να ήταν λυπημένος ο παππούς του.
«Δεν θύμωσα μαζί σου», είπε απολογητικά ο μικρός.
«Με τι θύμωσες τότε;» τον ρώτησε με καλοσύνη ο παππούς του. Χωρίς όμως να περιμένει απάντηση, συνέχισε: «ξέρεις όλους μας θυμώνουν διάφορα πράγματα που θεωρούμε κακά, και ακόμη περισσότερο οι άνθρωποι που θεωρούμε ότι είναι κακοί…» είπε σοβαρά ο παππούς του, και ξαφνικά, σαν να ήταν έτοιμος να φουντώσει πάλι, «…όπως αυτός ο παλιάνθρωπος σήμερα, που…», πήγε να ξαναρχίσει. Σταματώντας όμως εξίσου ξαφνικά, κοίταξε παιχνιδιάρικα τον εγγονό του που τον κοίταζε ανήσυχα, και του είπε ήρεμα, «αλλά πρέπει να ξέρεις παιδί μου, ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι πραγματικά κακός».
Αυτό του έκανε αληθινά εντύπωση… «Και όλοι αυτοί οι κακοί στα έργα, στα παιχνίδια, στις συζητήσεις που άκουγε, στο σχολείο του… τι ήταν; Καλοί;» αναρωτήθηκε μέσα του.
«Δεν υπάρχουν παιδί μου καλοί και κακοί άνθρωποι… υπάρχουν μόνο ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι άνθρωποι», είπε και σταμάτησε ο παππούς, δίνοντας χρόνο στον εγγονό του να καταλάβει τα λόγια του.
«Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι άνθρωποι», επανέλαβε εξακολουθώντας να απορεί μέσα του ο μικρός.
Μετά από λίγο, ο παππούς του συνέχισε πολύ σοβαρά, «Όσο πιο δυστυχισμένος νιώθει κανείς, τόσο πιο κακός γίνεται και όσο πιο ευτυχισμένος είναι, τόσο πιο καλός είναι».
Τα Μυστήρια της Ζωής, Ευστράτιος Παπαναγιώτου